σκομβρίδες

σκομβρίδες
σκομβρίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκομβρίδες — (Scombridae). Οικογένεια ακανθοπτέρων ψαριών, που περιλαμβάνει περίπου 160 είδη. Το σώμα τους ποικίλλει στα διάφορα γένη, αλλά συνήθως είναι μακρουλό και πιεσμένο στις πλευρές, γυμνό ή με πολύ μικρά λέπια. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, η στοματική… …   Dictionary of Greek

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • περκόμορφοι — (percomorphi). Τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων, που αριθμεί πολυάριθμες οικογένειες. Τα θωρακικά πτερύγια των π. είναι προσκολλημένα στο κρανίο τους και έχουν, στο ραχιαίο τους πτερύγιο, αγκάθια. Τα ψάρια αυτά ζουν σε γλυκά και σε αλμυρά νερά. Οι… …   Dictionary of Greek

  • σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • τεμνόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. παλαιά ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σκομβρίδες, κν. γουφάρι ή πηδητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”